- υδατοκομία
- ηη εκτροφή ψαριών ή άλλων υδρόβιων οργανισμών σε ειδικούς χώρους για τον πολλαπλασιασμό τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδατοκομία — η, Ν καλλιέργεια υδρόβιων ζωικών οργανισμών μέσα σε ειδικά εργαστήρια, η οποία αποσκοπεί στον τεχνητό πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. δενδρο κομία] … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek